- φριξαύχην
- φριξαύχην, ενος, ὁ, ἡ,A with ruffling neck, of dolphins, Arion v. 8;
κάπρος Trag.Adesp.383
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάπρος Trag.Adesp.383
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φριξαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, ένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, μεγαλ αύχην)] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
φριξολόφος — ον, Α φριξαύχην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθό λοφος, φοινικό λοφος)] … Dictionary of Greek